αλύχτημα

αλύχτημα
το [αλυχτώ]
υλακή, γάβγισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλύχτημα — το, ατος το γάβγισμα του σκύλου: Μακριά ακούγονταν αλυχτήματα σκυλιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλυχτησιά — η [αλυχτώ] το αλύχτημα …   Dictionary of Greek

  • αλυχτιά — η [αλυχτώ] το αλύχτημα …   Dictionary of Greek

  • αλυχτομανητό — το [αλυχτομανώ] επίμονο και παρατεταμένο αλύχτημα τών σκυλιών …   Dictionary of Greek

  • αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ …   Dictionary of Greek

  • γάβγισμα — και γάβλισμα, το το αλύχτημα, η φωνή του σκύλου …   Dictionary of Greek

  • γάου — (μόριο) αποδίδει το αλύχτημα του σκύλου, γαβ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] …   Dictionary of Greek

  • σκούξιμο — το, Ν 1. δυνατή και γοερή κραυγή 2. συνεκδ. θρήνος, οιμωγή, ολοφυρμός 3. (για σκυλιά, λύκους και άλλα ζώα) ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έ σκουξ α, αόρ. τού ρ. σκούζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. σπρώξιμο)] …   Dictionary of Greek

  • γάβγισμα — το οι κραυγές του σκύλου, το αλύχτημα: Δεν κοιμήθηκα το βράδυ γιατί με ενοχλούσε το γάβγισμα ενός σκύλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”